- ἀκρέμονας
- ἀκρέμωνmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκρεμόνας — ἀκρέμων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρεμονικός — ἀκρεμονικός, ή, ὸν (Α) [ἀκρέμων] αυτός που έχει ακρεμόνας, διακλαδώσεις … Dictionary of Greek
επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… … Dictionary of Greek